- προσαναπαύω
- Α [ἀναπαύω]1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαια) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιονβ) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ προσαναπαυομένους χαμᾱζε», Πλούτ.)γ) αναπαύομαι στηριζόμενος σε κάτι («σημειωσάμενοι τὰ δένδρα οἷς εἰώθασι προσαναπαύεσθαι [οἱ ἐλέφαντες]», Στράβ.)δ) (για ναύτη σε ναυάγιο) προσκολλώμαι σε σανίδαε) (για λέξεις μέσα σε πρόταση ή σε περίοδο) είμαι άχρηστος, περιττόςστ) έχω εμπιστοσύνη σε κάποιονζ) βρίσκω παρηγοριά ή ανακούφιση στη συναναστροφή με κάποιονη) βρίσκω ανάπαυση ή ησυχία σε κάτι («εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν μου προσαναπαύσομαι αύτῇ [τῇ σοφίᾳ]», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.