προσαναπαύω

προσαναπαύω
Α [ἀναπαύω]
1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον
2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαι
α) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιον
β) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ προσαναπαυομένους χαμᾱζε», Πλούτ.)
γ) αναπαύομαι στηριζόμενος σε κάτι («σημειωσάμενοι τὰ δένδρα οἷς εἰώθασι προσαναπαύεσθαι [οἱ ἐλέφαντες]», Στράβ.)
δ) (για ναύτη σε ναυάγιο) προσκολλώμαι σε σανίδα
ε) (για λέξεις μέσα σε πρόταση ή σε περίοδο) είμαι άχρηστος, περιττός
στ) έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον
ζ) βρίσκω παρηγοριά ή ανακούφιση στη συναναστροφή με κάποιον
η) βρίσκω ανάπαυση ή ησυχία σε κάτι («εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν μου προσαναπαύσομαι αύτῇ [τῇ σοφίᾳ]», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσαναπαύω — προσαναπαύομαι pres subj act 1st sg προσαναπαύομαι pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”